Συκέα (Συκιά)

Συκέα (Συκιά)
Όνομα δέκα οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (377 κάτ., υψόμ. 340 μ.) στην επαρχία Ημαθίας του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (14 τ. χλμ., 377 κάτ.). 2. Μικρός ημιορεινός οικισμός (114 κάτ., υψόμ. 250 μ.), στην επαρχία Σερρών του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Μετάλλων. 3. Ορεινός οικισμός (226 κάτ., υψόμ. 720 μ.) στην επαρχία Δωρίδας του νομού Φωκίδας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (22 τ. χλμ., 226 κάτ.). 4. Πεδινός οικισμός (2.933 κάτ., υψόμ. 40 μ.) του νομού Χαλκιδικής. Είναι έδρα του δήμου Τορώνης (3870 κάτ.), στην οποία ανήκει και η κοινότητα Σάρτης (937 κάτ.). 5. Ημιορεινός οικισμός (31 κάτ., υψόμ. 360 μ.) στην επαρχία Βάλτου του νομού Αιτωλίας και Ακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Εμπεσού. 6. Ημιορεινός οικισμός (209 κάτ., υψόμ. 340 μ.), στην επαρχία Σητείας, του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Παππαγιαννάδων. 7. Ημιορεινός οικισμός (4 κάτ., υψόμ. 400 μ.), στην επαρχία Τρικάλων, του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Κουμαριάς. 8. Ημιορεινός οικισμός (706 κάτ., υψόμ. 190 μ.), στην επαρχία Ελασσόνας του νομού Λαρίσης, έδρα της ομώνυμης κοινότητας (833 κάτ.). Βρίσκεται στην κοιλάδα του Τιταρήσιου, στα νοτιοδυτικά της Ελασσόνας. 9. Ορεινός οικισμός (43 κάτ., υψόμ. 520 μ.), στην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλίας και Ακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Πυλλήνης. 10. Ημιορεινός οικισμός (14 κάτ., υψόμ. 400 μ.), στην επαρχία Καρδίτσας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Πετρωτού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συκιά — Δέντρο της οικογένειας των Μορεϊδών (δικοτυλήδονα). Επιστημονικά λέγεται φίκος ο καρικός. Όχι πολύ μεγάλο, φύεται σε άγρια κατάσταση στις ξηρές περιοχές της Ελλάδας, της Ασίας και της βόρειας Αφρικής. ‘Ως άγριο συναντιέται και στις μεσογειακές… …   Dictionary of Greek

  • συκέα — ἡ, Α βλ. συκιά …   Dictionary of Greek

  • μηλιά — Ένα από τα γνωστότερα οπωροφόρα δέντρα, που καλλιεργείται στις εύκρατες περιοχές του βόρειου κυρίως ημισφαιρίου πολύαριθμες, πάνω από χίλιες, είναι οι εμπορεύσιμες ποικιλίες του και ακόμα μεγαλύτερος ο αριθμός που αντιπροσωπεύει τις υποποικιλίες… …   Dictionary of Greek

  • νεραντζιά — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.) του νομού Κορινθίας. * * * και νεραντζέα, η (Μ νεραντζέα) κοινή σήμερα ονομασία τού εσπεριδοειδούς Citrus aurantium, γνωστού και ως χρυσομηλιά, κιτρομηλιά και ξινονεραντζιά, που καλλιεργείται για καλλωπιστικούς… …   Dictionary of Greek

  • μουριά — Φυλλοβόλο δέντρο του γένους μορέα της οικογένειας των μορεϊδών (δικοτυλήδονα). Στην Ελλάδα τη μετέφεραν από την Κίνα, μαζί με αβγά μεταξοσκώληκα, Έλληνες μοναχοί, κατά την περίοδο της αυτοκρατορίας του Ιουστινιανού. Έκτοτε εγκλιματίστηκε και… …   Dictionary of Greek

  • μυτιά — η (Μ μυτέα) χτύπημα με τη μύτη νεοελλ. 1. χτύπημα πάνω στη μύτη με το δάχτυλο 2. (σχετικά με πτηνά) χτύπημα, πληγή που έγινε με το ράμφος, ράμφισμα 3. χτύπημα με την άκρη τού παπουτσιού 4. ρούφηγμα ναρκωτικής ουσίας από τη μύτη 5. στον πληθ. οι… …   Dictionary of Greek

  • συκή — Ημιορεινός οικισμός (597 κάτ., υψόμ. 290 μ.), στην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (19 τ. χλμ., 597 κάτ.). * * * ἡ, ΜΑ (επικ. και ιων. συνηρ. τ. τού συκέα*) βλ. συκιά …   Dictionary of Greek

  • φονιάς — Ονομασία 2 μικρών νησιών. 1. Νησί του Κορινθιακού κόλπου, μπροστά στο δυτικό στόμιο του κόλπου της Δομβραίνας. 2. Νησί του νότιου Ευβοϊκού, το οποίο ανήκει στη νησιώτικη συστάδα που βρίσκεται μπροστά στον όρμο των Στύρων και κοντά στο ακρωτήριο… …   Dictionary of Greek

  • φτελιά — Bλ. λ. Ουλμίδες. * * * η, και φτελιάς και φτελιός, ο, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού γένους ούλμος, που ανήκει στην οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών ουλμίδες τής τάξης ουρτικώδη και περιλαμβάνει 30 περίπου είδη, από τα οποία στην Ελλάδα… …   Dictionary of Greek

  • φωλιά — Το κατάλυμα, η κατοικία, που κατασκευάζουν πολλά ζώα, για να προφυλαχθούν από τις καιρικές μεταβολές και από τους εχθρούς τους, κυρίως όμως για να γεννήσουν και αναθρέψουν εκεί τους απογόνους τους. Φ. φτιάχνουν πολλά θηλαστικά, κυρίως τα τρωκτικά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”